Definify.com
Definition 2025
κατάσχω
κατάσχω
Greek
Verb
κατάσχω • (katáscho) (simple past κατάσχεσα or κατέσχεσα, passive form κατάσχομαι)
Conjugation
κατάσχω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | κατάσχω | καταείσχα | θα κατάσχω | να κατάσχω | |
| 2s | κατάσχεις | καταείσχες | θα κατάσχεις | να κατάσχεις | κάτασχε |
| 3s | κατάσχει | καταείσχε | θα κατάσχει | να κατάσχει | |
| 1p | κατάσχουμε, κατάσχομε | κατάσχαμε | θα κατάσχουμε, κατάσχομε | να κατάσχουμε, κατάσχομε | |
| 2p | κατάσχετε | κατάσχατε | θα κατάσχετε | να κατάσχετε | κατάσχετε |
| 3p | κατάσχουν, κατάσχουνε | καταείσχαν, κατάσχαν, κατάσχανε | θα κατάσχουν, κατάσχουνε | να κατάσχουν, κατάσχουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | κατασχέσω | κατάσχεσα, κατέσχεσα | θα κατασχέσω | να κατασχέσω | |
| 2s | κατασχέσεις | κατάσχεσες, κατέσχεσες | θα κατασχέσεις | να κατασχέσεις | κατάσχεσε |
| 3s | κατασχέσει | κατάσχεσε, κατέσχεσε | θα κατασχέσει | να κατασχέσει | |
| 1p | κατασχέσουμε, κατασχέσομε | κατασχέσαμε | θα κατασχέσουμε, θα κατασχέσομε | να κατασχέσουμε, να κατασχέσομε | |
| 2p | κατασχέσετε | κατασχέσατε | θα κατασχέσετε | να κατασχέσετε | κατασχέστε, κατασχέσετε |
| 3p | κατασχέσουν, κατασχέσουνε | κατάσχεσαν, κατασχέσανε, κατέσχεσαν | θα κατασχέσουν, θα κατασχέσουνε | να κατασχέσουν, να κατασχέσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω κατασχέσει | είχα κατασχέσει | θα έχω κατασχέσει | να έχω κατασχέσει | |
| 2s | έχεις κατασχέσει | είχες κατασχέσει | θα έχεις κατασχέσει | να έχεις κατασχέσει | |
| 3s | έχει κατασχέσει | είχε κατασχέσει | θα έχει κατασχέσει | να έχει κατασχέσει | |
| 1p | έχουμε κατασχέσει | είχαμε κατασχέσει | θα έχουμε κατασχέσει | να έχουμε κατασχέσει | |
| 2p | έχετε κατασχέσει | είχατε κατασχέσει | θα έχετε κατασχέσει | να έχετε κατασχέσει | |
| 3p | έχουν κατασχέσει | είχαν κατασχέσει | θα έχουν κατασχέσει | να έχουν κατασχέσει | |
| Participle: | κατάσχοντας | Non-finite ‡ | κατασχέσει | 168, 1d | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||