Definify.com
Definition 2025
κατασκοπεία
κατασκοπεία
Greek
Noun
κατασκοπεία • (kataskopeía) f (uncountable)
- (learned) Alternative form of κατασκοπία (kataskopía)
Declension
Declension of κατασκοπεία (kataskopeía)
singular | |
---|---|
nominative | κατασκοπεία |
genitive | κατασκοπείας |
accusative | κατασκοπεία |
vocative | κατασκοπεία |