Definify.com
Definition 2025
καταστρεπτικός
καταστρεπτικός
Greek
Adjective
καταστρεπτικός • (katastreptikós) m (feminine καταστρεπτική, neuter καταστρεπτικό)
Declension
positive forms of καταστρεπτικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καταστρεπτικός | καταστρεπτική | καταστρεπτικό | καταστρεπτικοί | καταστρεπτικές | καταστρεπτικά |
| genitive | καταστρεπτικού | καταστρεπτικής | καταστρεπτικού | καταστρεπτικών | καταστρεπτικών | καταστρεπτικών |
| accusative | καταστρεπτικό | καταστρεπτική | καταστρεπτικό | καταστρεπτικούς | καταστρεπτικές | καταστρεπτικά |
| vocative | καταστρεπτικέ | καταστρεπτική | καταστρεπτικό | καταστρεπτικοί | καταστρεπτικές | καταστρεπτικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταστρεπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταστρεπτικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καταστρεπτικότερος | καταστρεπτικότερη | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότεροι | καταστρεπτικότερες | καταστρεπτικότερα |
| genitive | καταστρεπτικότερου | καταστρεπτικότερης | καταστρεπτικότερου | καταστρεπτικότερων | καταστρεπτικότερων | καταστρεπτικότερων |
| accusative | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότερη | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότερους | καταστρεπτικότερες | καταστρεπτικότερα |
| vocative | καταστρεπτικότερε | καταστρεπτικότερη | καταστρεπτικότερο | καταστρεπτικότεροι | καταστρεπτικότερες | καταστρεπτικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταστρεπτικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καταστρεπτικότατος | καταστρεπτικότατη | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατοι | καταστρεπτικότατες | καταστρεπτικότατα |
| genitive | καταστρεπτικότατου | καταστρεπτικότατης | καταστρεπτικότατου | καταστρεπτικότατων | καταστρεπτικότατων | καταστρεπτικότατων |
| accusative | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατη | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατους | καταστρεπτικότατες | καταστρεπτικότατα |
| vocative | καταστρεπτικότατε | καταστρεπτικότατη | καταστρεπτικότατο | καταστρεπτικότατοι | καταστρεπτικότατες | καταστρεπτικότατα |