Definify.com
Definition 2025
κατουράω
κατουράω
Greek
Verb
κατουράω • (katouráo) (simple past κατούρησα, passive form κατουριέμαι)
- Alternative form of κατουρώ (katouró)
Conjugation
κατουρώ, κατουράω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατουρώ, κατουράω | κατουρούσα, κατούραγα | θα κατουρώ, θα κατουράω | να κατουρώ, να κατουράω | |
2s | κατουράς | κατουρούσες, κατούραγες | θα κατουράς | να κατουράς | κατούρα, κατούρα |
3s | κατουρά, κατουράει | κατουρούσε, κατούραγε | θα κατουρά, θα κατουράει | να κατουρά, να κατουράει | |
1p | κατουρούμε, κατουράμε | κατουρούσαμε, κατουράγαμε | θα κατουρούμε, θα κατουράμε | να κατουρούμε, να κατουράμε | |
2p | κατουράτε | κατουρούσατε, κατουράγατε | θα κατουράτε | να κατουράτε | κατουράτε |
3p | κατουρούν, κατουρούνε, κατουράνε, κατουράν | κατουρούσαν, κατουρούσανε, κατούραγαν, κατουράγανε | θα κατουρούν, θα κατουρούνε, θα κατουράνε, θα κατουράν | να κατουρούν, να κατουρούνε, να κατουράνε, να κατουράν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κατουρήσω | κατούρησα | θα κατουρήσω | να κατουρήσω | |
2s | κατουρήσεις | κατούρησες | θα κατουρήσεις | να κατουρήσεις | κατούρησε, κατούραγε |
3s | κατουρήσει | κατούρησε | θα κατουρήσει | να κατουρήσει | |
1p | κατουρήσουμε, κατουρήσομε | κατουρήσαμε | θα κατουρήσουμε, θα κατουρήσομε | να κατουρήσουμε, να κατουρήσομε | |
2p | κατουρήσετε | κατουρήσατε | θα κατουρήσετε | να κατουρήσετε | κατουρήστε |
3p | κατουρήσουν, κατουρήσουνε | κατούρησαν, κατουρήσανε, κατουρήσαν | θα κατουρήσουν, θα κατουρήσουνε | να κατουρήσουν, να κατουρήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κατουρήσει | είχα κατουρήσει | θα έχω κατουρήσει | να έχω κατουρήσει | |
2s | έχεις κατουρήσει | είχες κατουρήσει | θα έχεις κατουρήσει | να έχεις κατουρήσει | |
3s | έχει κατουρήσει | είχε κατουρήσει | θα έχει κατουρήσει | να έχει κατουρήσει | |
1p | έχουμε κατουρήσει | είχαμε κατουρήσει | θα έχουμε κατουρήσει | να έχουμε κατουρήσει | |
2p | έχετε κατουρήσει | είχατε κατουρήσει | θα έχετε κατουρήσει | να έχετε κατουρήσει | |
3p | έχουν κατουρήσει | είχαν κατουρήσει | θα έχουν κατουρήσει | να έχουν κατουρήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) κατουρημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) κατουρημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) κατουρημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) κατουρημένο | ||||
Participle: | κατουρώντας | Non-finite ‡ | κατουρήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||