Definify.com

Definition 2024


κεραυνός

κεραυνός

Greek

Noun

κεραυνός (keravnós) m (plural κεραυνοί)

  1. thunderbolt, lightning

Declension

Related terms

  • αλεξικέραυνο n (alexikéravno, lightning conductor)
  • κατακεραυνώνω (katakeravnóno, to strike dumb)
  • κεραύνιος (kerávnios, lightening related)
  • κεραυνοβολία (keravnovolía)
  • κεραυνοβολώ (keravnovoló, to strike, to shock)
  • κεραυνοβόλημα n (keravnovólima, thunder and lightening)
  • κεραυνοβόληση f (keravnovólisi, thunder and lightening)
  • κεραυνοβόλος (keravnovólos, fast as lightning)
  • κεραυνόπληκτος (keravnópliktos, thunderstruck)
  • κεραυνός εν αιθρία m (keravnós en aithría, a bolt from the blue)

Synonyms

See also