Definify.com
Definition 2024
κοντινός
κοντινός
Greek
Adjective
κοντινός • (kontinós) m (feminine κοντινή, neuter κοντινό)
Declension
positive forms of κοντινός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοντινός | κοντινή | κοντινό | κοντινοί | κοντινές | κοντινά |
genitive | κοντινού | κοντινής | κοντινού | κοντινών | κοντινών | κοντινών |
accusative | κοντινό | κοντινή | κοντινό | κοντινούς | κοντινές | κοντινά |
vocative | κοντινέ | κοντινή | κοντινό | κοντινοί | κοντινές | κοντινά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοντινός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοντινός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοντινότερος | κοντινότερη | κοντινότερο | κοντινότεροι | κοντινότερες | κοντινότερα |
genitive | κοντινότερου | κοντινότερης | κοντινότερου | κοντινότερων | κοντινότερων | κοντινότερων |
accusative | κοντινότερο | κοντινότερη | κοντινότερο | κοντινότερους | κοντινότερες | κοντινότερα |
vocative | κοντινότερε | κοντινότερη | κοντινότερο | κοντινότεροι | κοντινότερες | κοντινότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κοντινότερος", etc) |