Definify.com
Definition 2025
κοπρίτης
κοπρίτης
Greek
Noun
κοπρίτης • (koprítis) m (plural κοπρίτες)
Declension
declension of κοπρίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κοπρίτης | κοπρίτες |
genitive | κοπρίτη | κοπριτών |
accusative | κοπρίτη | κοπρίτες |
vocative | κοπρίτη | κοπρίτες |
Synonyms
- (stray dog): κόπρος m (kópros)
- (stray dog, layabout): κοπρόσκυλο n (kopróskylo)
- (stray dog, layabout): μπασταρδόσκυλο n (bastardóskylo)
- (layabout): λεχρίτης m (lechrítis)
- (layabout): λεχρίτισσα f (lechrítissa)