Definify.com

Definition 2024


κουλουριάζομαι

κουλουριάζομαι

Greek

Verb

κουλουριάζομαι (koulouriázomai) (simple past κουλουριάστηκα, active form κουλουριάζω, passive)

  1. (passive) curl up
    H γάτα κουλουριάστηκε κοντά στη φωτιά.
    H gáta koulouriástike kontá sti fotiá.
    The cat curled up near the fire.

Conjugation