Definify.com
Definition 2025
κρατικοποιούμαι
κρατικοποιούμαι
Greek
Verb
κρατικοποιούμαι • (kratikopoioúmai) (simple past κρατικοποιήθηκα, active form κρατικοποιώ, passive)
- be nationalised (UK), be nationalized (US)
Conjugation
κρατικοποιούμαι
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κρατικοποιούμαι | κρατικοποιιόμουν, κρατικοποιιόμουνα | θα κρατικοποιούμαι | να κρατικοποιούμαι | |
2s | κρατικοποιείσαι | κρατικοποιιόσουν, κρατικοποιιόσουνα | θα κρατικοποιείσαι | να κρατικοποιείσαι | — |
3s | κρατικοποιείται | κρατικοποιιόταν, κρατικοποιιότανε | θα κρατικοποιείται | να κρατικοποιείται | |
1p | κρατικοποιούμαστε, κρατικοποιόμαστε | κρατικοποιιόμαστε, κρατικοποιιόμασταν | θα κρατικοποιούμαστε | να κρατικοποιούμαστε | |
2p | κρατικοποιείστε, κρατικοποιόσαστε | κρατικοποιιόσαστε, κρατικοποιιόσασταν | θα κρατικοποιείστε | να κρατικοποιείστε | κρατικοποιείστε |
3p | κρατικοποιούνται | κρατικοποιιόνταν, κρατικοποιιούνταν, κρατικοποιιόντουσαν, κρατικοποιιόντανε | θα κρατικοποιούνται | να κρατικοποιούνται | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κρατικοποιηθώ | κρατικοποιήθηκα | θα κρατικοποιηθώ | να κρατικοποιηθώ | |
2s | κρατικοποιηθείς | κρατικοποιήθηκες | θα κρατικοποιηθείς | να κρατικοποιηθείς | κρατικοποιήσου |
3s | κρατικοποιηθεί | κρατικοποιήθηκε | θα κρατικοποιηθεί | να κρατικοποιηθεί | |
1p | κρατικοποιηθούμε | κρατικοποιηθήκαμε | θα κρατικοποιηθούμε | να κρατικοποιηθούμε | |
2p | κρατικοποιηθείτε | κρατικοποιηθήκατε | θα κρατικοποιηθείτε | να κρατικοποιηθείτε | κρατικοποιηθείτε |
3p | κρατικοποιηθούν, κρατικοποιηθούνε | κρατικοποιήθηκαν, κρατικοποιηθήκανε, κρατικοποιηθήκαν | θα κρατικοποιηθούν, θα κρατικοποιηθούνε | να κρατικοποιηθούν, να κρατικοποιηθούνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κρατικοποιηθεί | είχα κρατικοποιηθεί | θα έχω κρατικοποιηθεί | να έχω κρατικοποιηθεί | |
2s | έχεις κρατικοποιηθεί | είχες κρατικοποιηθεί | θα έχεις κρατικοποιηθεί | να έχεις κρατικοποιηθεί | |
3s | έχει κρατικοποιηθεί | είχε κρατικοποιηθεί | θα έχει κρατικοποιηθεί | να έχει κρατικοποιηθεί | |
1p | έχουμε κρατικοποιηθεί | είχαμε κρατικοποιηθεί | θα έχουμε κρατικοποιηθεί | να έχουμε κρατικοποιηθεί | |
2p | έχετε κρατικοποιηθεί | είχατε κρατικοποιηθεί | θα έχετε κρατικοποιηθεί | να έχετε κρατικοποιηθεί | |
3p | έχουν κρατικοποιηθεί | είχαν κρατικοποιηθεί | θα έχουν κρατικοποιηθεί | να έχουν κρατικοποιηθεί | |
Participle: | — | Non-finite ‡ | κρατικοποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||