Definify.com

Definition 2024


κρατικοποιούμαι

κρατικοποιούμαι

Greek

Verb

κρατικοποιούμαι (kratikopoioúmai) (simple past κρατικοποιήθηκα, active form κρατικοποιώ, passive)

  1. be nationalised (UK), be nationalized (US)

Conjugation