Definify.com

Definition 2024


κτητικός

κτητικός

Greek

Adjective

κτητικός (ktitikós) m (feminine κτητική, neuter κτητικό)

  1. possessive
    Έχει κτητικές τάσεις.Échei ktitikés táseis. ― He has possessive tendencies.
  2. (grammar) possessive
    κτητική αντωνυμίαktitikí antonymía ― possessive pronoun

Declension