Definify.com
Definition 2024
κυματοθραύστη
κυματοθραύστη
Greek
Noun
κυματοθραύστη • (kymatothráfsti) m
- Genitive singular form of κυματοθραύστης (kymatothráfstis).
- Accusative singular form of κυματοθραύστης (kymatothráfstis).
- Vocative singular form of κυματοθραύστης (kymatothráfstis).