Definify.com
Definition 2024
κυματοθραύστης
κυματοθραύστης
Greek
Noun
κυματοθραύστης • (kymatothráfstis) m (plural κυματοθραύστες)
- A breakwater which protects a harbour or coastline.
Declension
declension of κυματοθραύστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυματοθραύστης | κυματοθραύστες |
genitive | κυματοθραύστη | κυματοθραυστών |
accusative | κυματοθραύστη | κυματοθραύστες |
vocative | κυματοθραύστη | κυματοθραύστες |