Definify.com
Definition 2024
κωδικός
κωδικός
Greek
Adjective
κωδικός • (kodikós) m (feminine κωδική, neuter κωδικό)
Declension
positive forms of κωδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κωδικός | κωδική | κωδικό | κωδικοί | κωδικές | κωδικά |
genitive | κωδικού | κωδικής | κωδικού | κωδικών | κωδικών | κωδικών |
accusative | κωδικό | κωδική | κωδικό | κωδικούς | κωδικές | κωδικά |
vocative | κωδικέ | κωδική | κωδικό | κωδικοί | κωδικές | κωδικά |
Noun
κωδικός • (kodikós) m (plural κωδικοί)
Declension
declension of κωδικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κωδικός | κωδικοί |
genitive | κωδικού | κωδικών |
accusative | κωδικό | κωδικούς |
vocative | κωδικέ | κωδικοί |
Synonyms
- κωδικός πρόσβασης m (kodikós prósvasis)
Related terms
- κώδικας m (kódikas, “code”)