Definify.com
Definition 2025
κωνσταντινουπολίτικος
κωνσταντινουπολίτικος
Greek
Adjective
κωνσταντινουπολίτικος • (konstantinoupolítikos) m (feminine κωνσταντινουπολίτικη, neuter κωνσταντινουπολίτικο)
Declension
positive forms of κωνσταντινουπολίτικος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | κωνσταντινουπολίτικος | κωνσταντινουπολίτικη | κωνσταντινουπολίτικο | κωνσταντινουπολίτικοι | κωνσταντινουπολίτικες | κωνσταντινουπολίτικα |
| genitive | κωνσταντινουπολίτικου | κωνσταντινουπολίτικης | κωνσταντινουπολίτικου | κωνσταντινουπολίτικων | κωνσταντινουπολίτικων | κωνσταντινουπολίτικων |
| accusative | κωνσταντινουπολίτικο | κωνσταντινουπολίτικη | κωνσταντινουπολίτικο | κωνσταντινουπολίτικους | κωνσταντινουπολίτικες | κωνσταντινουπολίτικα |
| vocative | κωνσταντινουπολίτικε | κωνσταντινουπολίτικη | κωνσταντινουπολίτικο | κωνσταντινουπολίτικοι | κωνσταντινουπολίτικες | κωνσταντινουπολίτικα |
Related terms
- see: Κωνσταντινούπολη f (Konstantinoúpoli, “Constantinople”)