Definify.com
Definition 2024
λευκορωσικός
λευκορωσικός
Greek
Adjective
λευκορωσικός • (lefkorosikós) m (feminine λευκορωσική, neuter λευκορωσικό)
- Belarusian (relating to Belarus, its people or language)
Declension
positive forms of λευκορωσικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λευκορωσικός | λευκορωσική | λευκορωσικό | λευκορωσικοί | λευκορωσικές | λευκορωσικά |
genitive | λευκορωσικού | λευκορωσικής | λευκορωσικού | λευκορωσικών | λευκορωσικών | λευκορωσικών |
accusative | λευκορωσικό | λευκορωσική | λευκορωσικό | λευκορωσικούς | λευκορωσικές | λευκορωσικά |
vocative | λευκορωσικέ | λευκορωσική | λευκορωσικό | λευκορωσικοί | λευκορωσικές | λευκορωσικά |
Related terms
- see: Λευκορωσία f (Lefkorosía, “Belarus”)