Definify.com
Definition 2024
λεωφορείο
λεωφορείο
Greek
Noun
λεωφορείο • (leoforeío) n (plural λεωφορεία)
- (transport) bus
Declension
declension of λεωφορείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | λεωφορείο | λεωφορεία |
genitive | λεωφορείου | λεωφορείων |
accusative | λεωφορείο | λεωφορεία |
vocative | λεωφορείο | λεωφορεία |
Related terms
- λεωφόρος m (leofóros, “highway”)
- στάση λεωφορείου f (stási leoforeíou, “bus stop”)
- υπεραστικό λεωφορείο n (yperastikó leoforeío, “long-distance, intercity bus”)