Definify.com

Definition 2024


μάσσω

μάσσω

Ancient Greek

Alternative forms

  • μάττω (máttō) Attic

Verb

μάσσω (mássō)

  1. I handle, work with my hands, knead
  2. I wipe

Inflection

Derived terms

  • ἀναμάσσω (anamássō)
  • ἀπομάσσω (apomássō)
  • διαμάσσω (diamássō)
  • εἰσμάσσομαι (eismássomai)
  • ἐκμάσσω (ekmássō)
  • ἐμμάσσομαι (emmássomai)
  • καταμάσσω (katamássō)
  • περιμάσσω (perimássō)
  • προμάσσω (promássō)
  • προσμάσσω (prosmássō)
  • ὑπομάσσω (hupomássō)

Related terms

  • μαγεῖον (mageîon)
  • μάγειρος (mágeiros)
  • μαγεύς (mageús)
  • μαγίς (magís)
  • μάγμα (mágma)
  • μαγμός (magmós)
  • μᾶζα (mâza)
  • μακτήρ (maktḗr)
  • μακτήριον (maktḗrion)
  • μάκτης (máktēs)
  • μακτός (maktós)
  • μάκτρα (máktra)
  • μάκτρον (máktron)

References