Definify.com

Definition 2024


μᾶζα

μᾶζα

See also: μάζα

Ancient Greek

Noun

μᾶζᾰ (mâza) f (genitive μᾱ́ζης); first declension

  1. barley-bread or cake

Declension

Derived terms

  • κῠνόμαζον (kunómazon)
  • μαζαγόας (mazagóas)
  • μαζαγρέτας (mazagrétas)
  • μαζάω (mazáō)
  • μαζηρός (mazērós)
  • μάζινος (mázinos)
  • μαζίον (mazíon)
  • μαζίσκη (mazískē)
  • μαζονόμος (mazonómos)
  • μαζοπέπτης (mazopéptēs)
  • μαζοποιέω (mazopoiéō)
  • μαζοποιός (mazopoiós)

Descendants

References