Definify.com
Definition 2025
μέλλων
μέλλων
Greek
Adjective
μέλλων • (méllon) m (feminine μέλλουσα, neuter μέλλον)
- future
- μέλλουσες γενεές
- future generations
- μέλλουσες γενεές
Declension
positive forms of μέλλων
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μέλλων | μέλλουσα | μέλλον | μέλλοντες | μέλλουσες | μέλλοντα |
genitive | μέλλοντος | μελλούσης / μέλλουσας | μέλλοντος | μελλόντων | μελλουσών1 | μελλόντων |
accusative | μέλλοντα | μέλλουσα | μέλλον | μέλλοντες | μέλλουσες | μέλλοντα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μέλλων, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μέλλων, etc.) |
Synonyms
- μελλοντικός (mellontikós)
Noun
μέλλων • (méllon) m (plural μέλλοντες)
- Katharevousa form of μέλλον (méllon), the future
- Katharevousa form of μέλλοντας (méllontas), future tense