See also: μά,
-μα, and Appendix:Variations of "ma"
Greek
Conjunction
μα • (ma)
- but
- Θέλω να βγω απόψε μα δεν μπορώ. (I want to go out tonight, but I can't.)
Synonyms
Etymology 2
From Ancient Greek μά (má).
Particle
μα • (ma)
- by
- Μα το Θεό! (By God!)
- Μα την αλήθεια! (Honestly!, By the truth!)