Definify.com

Definition 2024


μα

μα

See also: μά, -μα, and Appendix:Variations of "ma"

Greek

Conjunction

μα (ma)

  1. but
    Θέλω να βγω απόψε μα δεν μπορώ.   (I want to go out tonight, but I can't.)
Synonyms

Etymology 2

From Ancient Greek μά ().

Particle

μα (ma)

  1. by
    Μα το Θεό!   (By God!)
    Μα την αλήθεια!   (Honestly!, By the truth!)