Definify.com
Definition 2025
μαγικός
μαγικός
Greek
Adjective
μαγικός • (magikós) m (feminine μαγική, neuter μαγικό)
Declension
positive forms of μαγικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | μαγικός | μαγική | μαγικό | μαγικοί | μαγικές | μαγικά |
| genitive | μαγικού | μαγικής | μαγικού | μαγικών | μαγικών | μαγικών |
| accusative | μαγικό | μαγική | μαγικό | μαγικούς | μαγικές | μαγικά |
| vocative | μαγικέ | μαγική | μαγικό | μαγικοί | μαγικές | μαγικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαγικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαγικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | μαγικότερος | μαγικότερη | μαγικότερο | μαγικότεροι | μαγικότερες | μαγικότερα |
| genitive | μαγικότερου | μαγικότερης | μαγικότερου | μαγικότερων | μαγικότερων | μαγικότερων |
| accusative | μαγικότερο | μαγικότερη | μαγικότερο | μαγικότερους | μαγικότερες | μαγικότερα |
| vocative | μαγικότερε | μαγικότερη | μαγικότερο | μαγικότεροι | μαγικότερες | μαγικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μαγικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | μαγικότατος | μαγικότατη | μαγικότατο | μαγικότατοι | μαγικότατες | μαγικότατα |
| genitive | μαγικότατου | μαγικότατης | μαγικότατου | μαγικότατων | μαγικότατων | μαγικότατων |
| accusative | μαγικότατο | μαγικότατη | μαγικότατο | μαγικότατους | μαγικότατες | μαγικότατα |
| vocative | μαγικότατε | μαγικότατη | μαγικότατο | μαγικότατοι | μαγικότατες | μαγικότατα |