Definify.com
Definition 2025
μακροβιότητα
μακροβιότητα
Greek
Noun
μακροβιότητα • (makroviótita) f (uncountable)
Declension
Declension of μακροβιότητα (makroviótita)
| singular | |
|---|---|
| nominative | μακροβιότητα |
| genitive | μακροβιότητας |
| accusative | μακροβιότητα |
| vocative | μακροβιότητα |
Synonyms
- μακροζωία f (makrozoía)
- μακροημέρευση f (makroimérefsi)