Definify.com

Definition 2024


μανθάνω

μανθάνω

Ancient Greek

Verb

μᾰνθάνω (manthánō)

  1. I learn
  2. (aorist) I know, understand
  3. I seek, ask, inquire
  4. I have a habit of, am accustomed to
  5. I notice, perceive
  6. (in questions) Τί μαθών; "What were you thinking?" "Why on earth?"

Inflection

Derived terms

  • ἀναμανθάνω (anamanthánō)
  • ἀντιμανθάνω (antimanthánō)
  • ἀπομανθάνω (apomanthánō)
  • διαμανθάνω (diamanthánō)
  • ἐκμανθάνω (ekmanthánō)
  • ἐπιμανθάνω (epimanthánō)
  • καταμανθάνω (katamanthánō)
  • μεταμανθάνω (metamanthánō)
  • προμανθάνω (promanthánō)
  • προσμανθάνω (prosmanthánō)
  • συμμανθάνω (summanthánō)

Related terms

  • μαθητεία (mathēteía)
  • μαθητέος (mathētéos)
  • μαθητεύω (mathēteúō)
  • μαθητής (mathētḗs)
  • μαθητιάω (mathētiáō)
  • μαθητικός (mathētikós)
  • μαθητός (mathētós)

References