Definify.com

Definition 2024


μαραίνομαι

μαραίνομαι

Greek

Verb

μαραίνομαι (maraínomai) (simple past μαράθηκα, active form μαραίνω, passive)

  1. wither, shrivel, wilt
    Το λουλούδι μαραίνεται.To louloúdi maraínetai. ― The flower is withered.

Conjugation