Definify.com

Definition 2024


ματοκυλίζω

ματοκυλίζω

Greek

Verb

ματοκυλίζω (matokylízo) (simple past ματοκύλισα, passive form ματοκυλίζομαι)

  1. Alternative form of αιματοκυλίζω (aimatokylízo)

Conjugation

Synonyms

  • ματοκυλώ (matokyló)