Definify.com
Definition 2024
μεγαλούτσικος
μεγαλούτσικος
Greek
Adjective
μεγαλούτσικος • (megaloútsikos) m (feminine μεγαλούτσικη or μεγαλούτσικια, neuter μεγαλούτσικο)
- biggish, largish, big enough, somewhat big (but not very big)
- (of a person) old enough, oldish, somewhat old (but not very old)
- Είδες τον καινούριο φίλο της Μαρίας; Μεγαλούτσικος δεν είναι;
- Have you seen Mary's new boyfriend? He is rather old, isn't he?
- Είδες τον καινούριο φίλο της Μαρίας; Μεγαλούτσικος δεν είναι;
Declension
positive forms of μεγαλούτσικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μεγαλούτσικος | μεγαλούτσικη / μεγαλούτσικια | μεγαλούτσικο | μεγαλούτσικοι | μεγαλούτσικες | μεγαλούτσικα |
genitive | μεγαλούτσικου | μεγαλούτσικης / μεγαλούτσικιας | μεγαλούτσικου | μεγαλούτσικων | μεγαλούτσικων | μεγαλούτσικων |
accusative | μεγαλούτσικο | μεγαλούτσικη / μεγαλούτσικια | μεγαλούτσικο | μεγαλούτσικους | μεγαλούτσικες | μεγαλούτσικα |
vocative | μεγαλούτσικε | μεγαλούτσικη / μεγαλούτσικια | μεγαλούτσικο | μεγαλούτσικοι | μεγαλούτσικες | μεγαλούτσικα |