Definify.com
Definition 2025
μεσημβρινές
μεσημβρινές
Greek
Adjective
μεσημβρινές • (mesimvrinés)
- Nominative feminine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).
- Accusative feminine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).
- Vocative feminine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).