Definify.com

Definition 2025


μεσημβρινές

μεσημβρινές

Greek

Adjective

μεσημβρινές (mesimvrinés)

  1. Nominative feminine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).
  2. Accusative feminine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).
  3. Vocative feminine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).