Definify.com
Definition 2024
μεσημβρινοί
μεσημβρινοί
Greek
Adjective
μεσημβρινοί • (mesimvrinoí)
- Nominative masculine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).
- Vocative masculine plural form of μεσημβρινός (mesimvrinós).
μεσημβρινοί • (mesimvrinoí)