Definify.com
Definition 2025
Μεσοαρχαιοζωικός
Μεσοαρχαιοζωικός
See also: μεσοαρχαιοζωικός
Greek
Noun
Μεσοαρχαιοζωικός • (Mesoarchaiozoikós) m (uncountable)
- (geology) Mesoarchean
- ο Μεσοαρχαιοζωικός αιώνας ― o Mesoarchaiozoikós aiónas ― the Mesoarchean era
Declension
Declension of Μεσοαρχαιοζωικός (Mesoarchaiozoikós)
| singular | |
|---|---|
| nominative | Μεσοαρχαιοζωικός |
| genitive | Μεσοαρχαιοζωικού |
| accusative | Μεσοαρχαιοζωικό |
| vocative | Μεσοαρχαιοζωικέ |
Related terms
- μεσοαρχαιοζωικός (mesoarchaiozoikós, “Mesoarchean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
-
Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
μεσοαρχαιοζωικός
μεσοαρχαιοζωικός
See also: Μεσοαρχαιοζωικός
Greek
Adjective
μεσοαρχαιοζωικός • (mesoarchaiozoikós) m (feminine μεσοαρχαιοζωική, neuter μεσοαρχαιοζωικό)
Declension
positive forms of μεσοαρχαιοζωικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | μεσοαρχαιοζωικός | μεσοαρχαιοζωική | μεσοαρχαιοζωικό | μεσοαρχαιοζωικοί | μεσοαρχαιοζωικές | μεσοαρχαιοζωικά |
| genitive | μεσοαρχαιοζωικού | μεσοαρχαιοζωικής | μεσοαρχαιοζωικού | μεσοαρχαιοζωικών | μεσοαρχαιοζωικών | μεσοαρχαιοζωικών |
| accusative | μεσοαρχαιοζωικό | μεσοαρχαιοζωική | μεσοαρχαιοζωικό | μεσοαρχαιοζωικούς | μεσοαρχαιοζωικές | μεσοαρχαιοζωικά |
| vocative | μεσοαρχαιοζωικέ | μεσοαρχαιοζωική | μεσοαρχαιοζωικό | μεσοαρχαιοζωικοί | μεσοαρχαιοζωικές | μεσοαρχαιοζωικά |
Related terms
- Μεσοαρχαιοζωικός m (Mesoarchaiozoikós, “(the) Mesoarchean”)
See also
- Appendix:Geologic timescale (Greek)
External links
-
Γεωλογικός χρόνος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el