Definify.com

Definition 2024


μεσογειακός

μεσογειακός

Greek

Adjective

μεσογειακός (mesogeiakós) m (feminine μεσογειακή, neuter μεσογειακό)

  1. Mediterranean
    Το εστιατόριο προσφέρει μεσογειακή κουζίνα. (The restaurant offers Mediterranean cuisine.)
    Η Ελλάδα έχει μεσογειακό κλίμα. (Greece has a Mediterranean climate.)

Declension

Related terms

External links