Definify.com
Definition 2025
μεταχειρισμένος
μεταχειρισμένος
Greek
Adjective
μεταχειρισμένος • (metacheirisménos) m (feminine μεταχειρισμένη, neuter μεταχειρισμένο)
Declension
positive forms of μεταχειρισμένος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | μεταχειρισμένος | μεταχειρισμένη | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένοι | μεταχειρισμένες | μεταχειρισμένα |
| genitive | μεταχειρισμένου | μεταχειρισμένης | μεταχειρισμένου | μεταχειρισμένων | μεταχειρισμένων | μεταχειρισμένων |
| accusative | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένη | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένους | μεταχειρισμένες | μεταχειρισμένα |
| vocative | μεταχειρισμένε | μεταχειρισμένη | μεταχειρισμένο | μεταχειρισμένοι | μεταχειρισμένες | μεταχειρισμένα |