Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


μεταχειρισμένος

μεταχειρισμένος

Greek

Adjective

μεταχειρισμένος • ‎(metacheirisménos) m ‎(feminine μεταχειρισμένη, neuter μεταχειρισμένο)

  1. used, second hand

Declension

positive forms of μεταχειρισμένος
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative μεταχειρισμένος μεταχειρισμένη μεταχειρισμένο μεταχειρισμένοι μεταχειρισμένες μεταχειρισμένα
genitive μεταχειρισμένου μεταχειρισμένης μεταχειρισμένου μεταχειρισμένων μεταχειρισμένων μεταχειρισμένων
accusative μεταχειρισμένο μεταχειρισμένη μεταχειρισμένο μεταχειρισμένους μεταχειρισμένες μεταχειρισμένα
vocative μεταχειρισμένε μεταχειρισμένη μεταχειρισμένο μεταχειρισμένοι μεταχειρισμένες μεταχειρισμένα

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms