Definify.com

Definition 2024


μιγαδικές

μιγαδικές

Greek

Adjective

μιγαδικές (migadikés)

  1. Nominative feminine plural form of μιγαδικός (migadikós).
  2. Accusative feminine plural form of μιγαδικός (migadikós).
  3. Vocative feminine plural form of μιγαδικός (migadikós).