Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
μιγαδική
μιγαδική
Greek
Adjective
μιγαδική
•
(
migadikí
)
Nominative
feminine
singular
form of
μιγαδικός
(
migadikós
)
.
Accusative
feminine
singular
form of
μιγαδικός
(
migadikós
)
.
Vocative
feminine
singular
form of
μιγαδικός
(
migadikós
)
.
Similar Results