Definify.com
Definition 2024
Μικρούτσικος
μικρούτσικος
μικρούτσικος
See also: Μικρούτσικος
Greek
Adjective
μικρούτσικος • (mikroútsikos) m (feminine μικρούτσικη or μικρούτσικια, neuter μικρούτσικο)
Declension
positive forms of μικρούτσικος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μικρούτσικος | μικρούτσικη / μικρούτσικια | μικρούτσικο | μικρούτσικοι | μικρούτσικες | μικρούτσικα |
genitive | μικρούτσικου | μικρούτσικης / μικρούτσικιας | μικρούτσικου | μικρούτσικων | μικρούτσικων | μικρούτσικων |
accusative | μικρούτσικο | μικρούτσικη / μικρούτσικια | μικρούτσικο | μικρούτσικους | μικρούτσικες | μικρούτσικα |
vocative | μικρούτσικε | μικρούτσικη / μικρούτσικια | μικρούτσικο | μικρούτσικοι | μικρούτσικες | μικρούτσικα |