Definify.com
Definition 2024
μισθοφόρος
μισθοφόρος
Greek
Noun
μισθοφόρος • (misthofóros) m (plural μισθοφόροι)
Declension
declension of μισθοφόρος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μισθοφόρος | μισθοφόροι |
genitive | μισθοφόρου | μισθοφόρων |
accusative | μισθοφόρο | μισθοφόρους |
vocative | μισθοφόρε | μισθοφόροι |
Derived terms
- μισθοφορικός (misthoforikós, “mercenary”) (adjective)
Related terms
- μισθός m (misthós, “salary, pay”)