Definify.com

Definition 2024


μοναχική

μοναχική

Greek

Adjective

μοναχική (monachikí)

  1. Nominative feminine singular form of μοναχικός (monachikós).
  2. Accusative feminine singular form of μοναχικός (monachikós).
  3. Vocative feminine singular form of μοναχικός (monachikós).