Definify.com
Definition 2024
μπουλντόζα
μπουλντόζα
Greek
Noun
μπουλντόζα • (boulntóza) f (plural μπουλντόζες)
Declension
declension of μπουλντόζα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | μπουλντόζα | μπουλντόζες |
genitive | μπουλντόζας | — |
accusative | μπουλντόζα | μπουλντόζες |
vocative | μπουλντόζα | μπουλντόζες |
Synonyms
- γεωπροωθητής m (geoproothitís)
- γαιοπροωθητής m (gaioproothitís)
External links
- μπουλντόζα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el