Definify.com
Definition 2025
νομισματικός
νομισματικός
Greek
Adjective
νομισματικός • (nomismatikós) m (feminine νομισματική, neuter νομισματικό)
Declension
 positive forms of νομισματικός
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | νομισματικός | νομισματική | νομισματικό | νομισματικοί | νομισματικές | νομισματικά | 
| genitive | νομισματικού | νομισματικής | νομισματικού | νομισματικών | νομισματικών | νομισματικών | 
| accusative | νομισματικό | νομισματική | νομισματικό | νομισματικούς | νομισματικές | νομισματικά | 
| vocative | νομισματικέ | νομισματική | νομισματικό | νομισματικοί | νομισματικές | νομισματικά | 
Derived terms
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο n (Diethnés Nomismatikó Tameío, “International Monetary Fund”)
Related terms
- νόμισμα n (nómisma, “coin, currency”)