Definify.com

Definition 2024


νυχτερινός

νυχτερινός

Greek

Alternative forms

Adjective

νυχτερινός (nychterinós) m (feminine νυχτερινή, neuter νυχτερινό)

  1. night
    Nυχτερινό σχολείο
    Night school, evening class
    Nυχτερινή βάρδια
    Night shift
  2. nocturnal

Declension

Synonyms