Definify.com
Definition 2025
ξυπνητός
ξυπνητός
Greek
Adjective
ξυπνητός • (xypnitós) m (feminine ξυπνητή, neuter ξυπνητό)
Declension
positive forms of ξυπνητός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξυπνητός | ξυπνητή | ξυπνητό | ξυπνητοί | ξυπνητές | ξυπνητά |
genitive | ξυπνητού | ξυπνητής | ξυπνητού | ξυπνητών | ξυπνητών | ξυπνητών |
accusative | ξυπνητό | ξυπνητή | ξυπνητό | ξυπνητούς | ξυπνητές | ξυπνητά |
vocative | ξυπνητέ | ξυπνητή | ξυπνητό | ξυπνητοί | ξυπνητές | ξυπνητά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξυπνητός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξυπνητός, etc.) |
Related terms
- ξύπνιος (xýpnios, “awake, wide-awake”)