Definify.com
Definition 2024
ξυπόλυτος
ξυπόλυτος
Greek
Adjective
ξυπόλυτος • (xypólytos) m (feminine ξυπόλυτη, neuter ξυπόλυτο)
Declension
positive forms of ξυπόλυτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξυπόλυτος | ξυπόλυτη | ξυπόλυτο | ξυπόλυτοι | ξυπόλυτες | ξυπόλυτα |
genitive | ξυπόλυτου | ξυπόλυτης | ξυπόλυτου | ξυπόλυτων | ξυπόλυτων | ξυπόλυτων |
accusative | ξυπόλυτο | ξυπόλυτη | ξυπόλυτο | ξυπόλυτους | ξυπόλυτες | ξυπόλυτα |
vocative | ξυπόλυτε | ξυπόλυτη | ξυπόλυτο | ξυπόλυτοι | ξυπόλυτες | ξυπόλυτα |