Definify.com

Definition 2024


οθωμανικός

οθωμανικός

Greek

Adjective

οθωμανικός (othomanikós) m (feminine οθωμανική, neuter οθωμανικό)

  1. Ottoman
    Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (The Ottoman Empire)

Declension

Related terms

External links