Definify.com

Definition 2024


ολιγαρχική

ολιγαρχική

Greek

Noun

ολιγαρχική (oligarchikí) f (plural ολιγαρχικές, masculine ολιγαρχικός)

  1. oligarch

Declension

Adjective

ολιγαρχική (oligarchikí)

  1. Nominative, accusative and vocative feminine singular form of ολιγαρχικός (oligarchikós).