Definify.com

Definition 2024


ομοσπονδιακός

ομοσπονδιακός

Greek

Adjective

ομοσπονδιακός (omospondiakós) m (feminine ομοσπονδιακή, neuter ομοσπονδιακό)

  1. federal, federative
    η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίαςi Omospondiakí Dimokratía tis Germanías ― Federal Republic of Germany
    η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίαςi Omospondiakí Dimokratía tis Vrazilías ― the Federative Republic of Brazil

Declension

Derived terms