Definify.com

Definition 2024


ομοφυλόφιλος

ομοφυλόφιλος

Greek

Adjective

ομοφυλόφιλος (omofylófilos) m (feminine ομοφυλόφιλη, neuter ομοφυλόφιλο)

  1. homosexual, gay

Declension

Related terms

  • ομοφυλοφιλία f (omofylofilía, homosexuality)
  • ομοφυλόφιλη f (omofylófili, lesbian, homosexual)
  • ομοφυλοφιλικός (omofylofilikós, gay, lesbian, homosexual) (adjective)

Antonyms

  • ετεροφυλόφιλος (eterofylófilos)

Noun

ομοφυλόφιλος (omofylófilos) m (plural ομοφυλόφιλοι)

  1. homosexual, gay