Definify.com
Definition 2024
οξυδερκής
οξυδερκής
Greek
Adjective
οξυδερκής • (oxyderkís) m (feminine οξυδερκής, neuter οξυδερκές)
Declension
positive forms of οξυδερκής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οξυδερκής | οξυδερκής | οξυδερκές | οξυδερκείς | οξυδερκείς | οξυδερκή |
genitive | οξυδερκούς | οξυδερκούς | οξυδερκούς | οξυδερκών | οξυδερκών | οξυδερκών |
accusative | οξυδερκή | οξυδερκή | οξυδερκές | οξυδερκείς | οξυδερκείς | οξυδερκή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο οξυδερκής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο οξυδερκής, etc.) |