Definify.com

Definition 2024


οπτικός

οπτικός

See also: ὀπτικός

Greek

Adjective

οπτικός (optikós) m (feminine οπτική, neuter οπτικό)

  1. optical

Declension

Derived terms

Noun

οπτικός (optikós) m, f (plural οπτικοί)

  1. optician

Declension

See also