Definify.com
Definition 2025
οπωροπώλης
οπωροπώλης
Greek
Noun
οπωροπώλης • (oporopólis) m (plural οπωροπώλες, feminine οπωροπώλισσα)
Declension
declension of οπωροπώλης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οπωροπώλης | οπωροπώλες |
genitive | οπωροπώλη | οπωροπωλών |
accusative | οπωροπώλη | οπωροπώλες |
vocative | οπωροπώλη | οπωροπώλες |
Synonyms
- μανάβης m (manávis)