Definify.com
Definition 2024
οπωροπώλισσα
οπωροπώλισσα
Greek
Noun
οπωροπώλισσα • (oporopólissa) f (plural οπωροπώλισσες, masculine οπωροπώλης)
Declension
declension of οπωροπώλισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οπωροπώλισσα | οπωροπώλισσες |
genitive | οπωροπώλισσας | οπωροπωλισσών |
accusative | οπωροπώλισσα | οπωροπώλισσες |
vocative | οπωροπώλισσα | οπωροπώλισσες |
Synonyms
- μανάβισσα f (manávissa)