Definify.com
Definition 2024
ουαλικός
ουαλικός
Greek
Adjective
ουαλικός • (oualikós) m (feminine ουαλική, neuter ουαλικό)
- Welsh (relating to Wales, its language or people)
Declension
positive forms of ουαλικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ουαλικός | ουαλική | ουαλικό | ουαλικοί | ουαλικές | ουαλικά |
genitive | ουαλικού | ουαλικής | ουαλικού | ουαλικών | ουαλικών | ουαλικών |
accusative | ουαλικό | ουαλική | ουαλικό | ουαλικούς | ουαλικές | ουαλικά |
vocative | ουαλικέ | ουαλική | ουαλικό | ουαλικοί | ουαλικές | ουαλικά |
Related terms
- see: Ουαλία f (Oualía, “Wales”)